- ἑλιξάμενος
- ἑλίσσωAcut. (Sp.)aor part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαιρηδόν — Α επίρρ. σαν σφαίρα («ἧκε δὲ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek